δασοφυλακείο

δασοφυλακείο
το
το φυλάκιο τού δασοφύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασοφύλαξ (-ακος). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δασοφυλακείο — το το φυλάκιο του δασοφύλακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”